Η μπάντα της Jex Thoth πάντοτε μου ήταν συμπαθής λόγω της αγάπης που τρέφω για το doom rock σαν είδος και δη το πρωτόλειο, όπου και βασιλεύει η γυμνή έκφραση. Το Blood Moon Rise είναι ένα αμάγαλμα τέχνης με συντριπτικό feeling. Κακώς θεωρούνται μέρος αυτής της occult σπείρας όπως θεσμοθέτησαν κριτικοί και οπαδοί. Όχι ότι είχαν πλήρως άδικο βέβαια. Απλώς με το νέο άλμπουμ οι Jex Thoth αφήνουν γαλαξίες πίσω κάθε συμπαθητική μπάντα που κινείται σε ανάλογες μουσικές στρατόσφαιρες. O συγκεκριμένος δίσκος είναι σαν κάτι αντίστοιχο του μνημειώδους A Day of Nights των Battle of Mice χωρίς τις post καταβολές και τη στήριξη πάνω στη δύναμη της συγκλονιστικής φωνής της Julie Christmas. Αντιθέτως, τα αργόσυρτα rifs είναι μακάβρια και εξωφρενικά μεγαλοπρεπή, ντυμένα με το vintage περίβλημα και το μαύρο σκοτάδι. Η φωνή της Jex είναι δυνατή και πατάει ακριβώς στα όρια των δυνατοτήτων της δίχως να χάνει σε εκφραστικότητα και πάθος. Εν μέρει αγγίζουν τα τρίσβαθα της θλίψης και αυτό επιτυγχάνεται και απ’ την θεϊκή μουντάδα της παραγωγής αλλά και απ’ τον απίθανο ήχο της κιθάρας. Το μυστικιστικό ύφος του genre χτυπάει ξανά ταβάνι, εννιά χρόνια μετά την κυκλοφορία του αξεπέραστου Witchcraft. Και δεν σηκώνω συζήτηση περί αυτού.
Blood Moon Rise by JEX THOTH
Posted in Reviews with tags blood moon rise, brandon newhouse, doom, isa, jex thoth, nick johnson, occult on July 22, 2013 by m616More Light by PRIMAL SCREAM
Posted in Reviews with tags andrew innes, bobby gillespie, ignition records, jim beattie, martin duffy, more lite, primal scream, psychedelic rock on July 15, 2013 by m616Αυτή η μπαντάρα είναι το soundtrack του σύγχρονου κόσμου. Και το More Light είναι ο δίσκος που ενισχύει τις αξίες τόσων μουσικών πηγών στη μοντέρνα κοινωνία της εμπορικοποίησης. Ο χαρακτήρας των Primal Scream είναι εμπορικός και προωθεί λαθραία το άπταιστο γούστο του Bobby Gillespie και της κολλεκτίβας του σ’ ένα κοινό απεριόριστου φάσματος όσον αφορά τις προτιμήσεις αυτού. Απ’ το εισαγωγικό 2013 οι εθιστικές μελωδίες χτυπούν ανελέητα, άλλοτε με το King Crimson-ικό ή Hawkwind-ικό vibe, τα αναπάντεχα ηχοτόπια των φυγόκοσμων, τον εκνευριστικά τέλειο trip hop ρυθμό της κλασσικής κιθάρας, τη sexy εκφορά των στίχων και πόσες άλλες τσαχπινιές. Το να κάτσεις να αναλύσεις λεπτομερώς τι συμβαίνει καθ’ όλη την τεράστια διάρκεια του More Light θα ήταν ανώφελο. Στο σύνολό του όμως ο ακροατής θ’ ανακαλύψει κάτι για να γουστάρει και ανέλπιστα θα νικηθεί απ’ την απενεχοποιημένη σύνθεση που καταφέρνει να ξαφνιάσει παρά την όποια φαινομενικά συμβατική δομή της. Ψιλο-ιδιοφυία ονομάζεται αυτό. Ή απλά ημι-παραφροσύνη.
Harmony of Struggle by CLANDESTINE BLAZE
Posted in Reviews with tags clandestine blaze, harmony of struggle, mikko aspa, northern heritage on July 9, 2013 by m616Παιδί της εργατιάς ο Mikko Aspa (Deathspell Omega, Fleshpress, Stabat Mater, Creamface κ.α.), τρέχει αδιαλείπτως από project σε project τιμώντας αυτούς τους λίγους που τον ακολουθούν πιστά σε κάθε του κίνηση. Στο Harmony of Struggle ο Φινλανδός καλλιτέχνης ξεθάβει απ’ το χρονοντούλαπό του ένα black metal όπου θεριεύει το μακρόσυρτο riffing κατά των διδαχών των παλιών Darkthrone και της Νορβηγικής σκηνής γενικότερα. Οι Clandestine Blaze είναι μια ολόδική του υπόθεση. Κι αν πολλοί έχουν μπουχτίσει στις αμφίβολες κόπιες αναβίωσης του είδους καλό θα ήταν να καθησυχαστούν μιας και ο Mikko αποδεικνύεται αρκετά γενναιόδωρος. Κι αυτό γιατί, πέρα απ’ την κατάλληλη ηχητική προσέγγιση, έχει καταφέρει να χωρέσει σύντομες μα ουσιαστικές επικούρες μέσω των synths, αλά At the Heart of Winter ψυχρότητες στο Autumn of Blood and Steel, περάσματα με πιάνο στο Myth Turned Alive και διάφορες τέτοιες πουτανιές. Θα μπορούσαμε να γειώσουμε κάθε προσπάθεια του εκτός των συγκλονιστικών Deathspell Omega μα η αλήθεια είναι ότι θα ήταν κρίμα να αγνοήσουμε δίσκους σαν το Harmony of Struggle που στέκουν όχι απλά αξιοπρεπώς αλλά είναι πραγματικά καλοί.
Ultraviolet by KYLESA
Posted in Reviews with tags kylesa, laura pleasants, phillip cope, psychedelic, sluge, ultraviolet, usa on July 8, 2013 by m616Το Exhale προμηνύει μια σπουδαία συνέχεια. Όταν δε μπαίνει το Unspoken φυλακίζεσαι στην τόσο ατμοσφαιρική sludge διάνοια των Kylesa με το υπέροχο riff και την ακόμα πιο υπέροχη Laura Pleasants να συγκινούν τις αισθήσεις. Το Grounded είναι ένας φόρος τιμής στο sludge της Νέας Ορλεάνης και δη αυτό των μεγάλων Down (έπαιξαν επιρροές άραγε;). Είναι πρέπον το να κολακέψουμε τη μπάντα για τη λιτή ευφυία των συνθέσεων της -και ιδιαίτερα για το μοραλιστικό πνεύμα της- οι οποίες υφίσταντο αλλαγές που ελάχιστα θυμίζουν πλέον το απογοητευτικό Spiral Shadow άλμπουμ. Το λυπηρό είναι ότι ο δίσκος ξαναχάνεται σε μια χρυσή μετριότητα στη συνέχειά του κι αυτό είναι κρίμα για ένα άλμπουμ με τόσο δυνατό ξεκίνημα. Ίσως το ονειρικό Steady Breakdown σπάει λίγο τη μονοτονία με το Isis-ικό groove του να ‘χει γίνει φυσικό μέρος του γκρουπ. Το Low Tide επίσης είναι μια ωραία μπαλάντα που ρουφάει στοιχεία απ’ τη μοναδική στρατόσφαιρα των Kylesa. Γενικά, ένας μέτριος δίσκος που έχει όμως τις λαμπρές στιγμές του εδώ κι εκεί. Μόνο και μόνο γι’ αυτές αξίζει κανείς ν’ ακούσει το Ultraviolet.
The Devil Put Dinosaurs Here by ALICE IN CHAINS
Posted in Reviews with tags aic, alice in chains, alternative, heavy, jerry cantrell, mike inez, sean kinney, seattle, the devil put dinosaurs here, william duvall on July 6, 2013 by m616Ή αλλιώς το Staley-ίζειν εστί φιλοσοφείν. Κατά καντάρια έμπνευσης δυνατότεςρο ετούτο απ’ το απλά καλό Black Gives Way to Blue του 2009. Ο Jerry Cantrell έχει κατασταλλάξει στις του Dirt mid-tempo υπέρβαρες συνθέσεις και ο νέος τραγουδιάρης της μπάντας, William DuVall, βιώνει μια ακόμα πιο μεστή ερμηνεία τιμώντας το αείμνηστο junkie που κάποτε έγινε μισή αιτία για το status των Seattle-έων. Οι «νεκροφιλικές» τάσεις των Alice In Chains δικαιολογούνται στο έπακρο μιας και πέρα απ’ τη μοναδικότητα του ύφους ας μην ξεχνάμε ότι ο βασικός συνθέτης της μπάντας είναι αυτός που συνεχίζει να κινεί τα νήματα. Οι παλιές δόξες δεν έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί και οποιαδήποτε οπισθοδρομική ιδέα εξυπηρετεί μόνο τα trademarks της μπάντας. Επομένως, το The Devil Put Dinosaurs Here είναι ένας δίσκος που δεν πειραματίζεται, δεν εξελίσσεται ούτε και εκπλήσσει. Ξερνάει όμως την catchy ευφυία του Cantrell στο heavy (και αντι-mainstream) riffing, επιδεικνύει το βαρύγδουπο rhythm section και μοιράζεται το συνδυασμό δύο καλών φωνών που θα σας τσινίξουν να τραγουδήσετε μαζί τους. Μια χαρά δηλαδή. Αν και λιγάκι βαρετό.